Monday, January 24, 2011

Η απατηλή λάμψη της ψευδοεπιστήμης

του Αριστείδη Χατζή

Vice Versa
Ιανουάριος 2011


Δεν είναι ψέμα, αν εσύ το πιστεύεις
George Costanza


Οι τρεις κυρίες που κάθονταν ακριβώς από πίσω μου στο θέατρο συζητούσαν στο διάλειμμα για τον συγγραφέα. Το έργο ήταν ο Θείος Βάνιας και ο συγγραφέας ο Άντον Τσέχωφ, ο οποίος, σύμφωνα με τη μία από τις κυρίες που φαινόταν να ξέρει πολλά, ήταν δημόσιος υπάλληλος. Η ίδια κυρία, με αφορμή τις γνώσεις της για τα επαγγελματικά του Τσέχωφ, συνέχισε να εντυπωσιάζει τις φίλες της κάνοντας μια σύντομη ανάλυση της σχέσης της τέχνης με την εργασία στο δημόσιο. Ο Τσέχωφ, όπως και οι υπόλοιποι λογοτέχνες-δημόσιοι υπάλληλοι, διοχέτευε στο έργο του την ανεκμετάλλευτη δημιουργικότητά του. Βέβαια, στην πραγματικότητα, ο Τσέχωφ ήταν γιατρός και αρκετά ευκατάστατος γαιοκτήμονας ώστε να προσφέρει δωρεάν τις υπηρεσίες του σε πολλές περιπτώσεις. Το πρόβλημα δεν είναι ότι η κυρία στην πίσω σειρά δεν το γνώριζε, το πρόβλημα είναι ότι κατασκεύασε μία ολόκληρη θεωρία για την ιστορία της λογοτεχνίας βασισμένη στις ελλιπείς της γνώσεις που όμως διέδιδε με μεγάλη αυτοπεποίθηση.

Στην περίφημη σκηνή του Νευρικού Εραστή (Annie Hall) του Γούντυ Άλλεν, ο πρωταγωνιστής (ο ίδιος ο Άλλεν) περιμένει σε μια μεγάλη ουρά μπροστά σε ένα κινηματογράφο μαζί με τη φίλη του (Νταϊάν Κίτον) και εκνευρίζεται καθώς αναγκάζεται να ακούει τις μπουρδολογίες για τον Φελίνι και τον Μπέκετ ενός τύπου που στέκεται ακριβώς από πίσω του στην ουρά: «Θα πάθω εγκεφαλικό!» λέει στην Κίτον. Ο τύπος όμως συνεχίζει τις μπαρουφο-αναλύσεις του για τον Μάρσαλ ΜακΛούαν μέχρι που ο Γούντυ αγανακτισμένος στρέφεται προς την κάμερα για να αναρωτηθεί τι θα πρέπει να κάνει όταν είναι αναγκασμένος να ανέχεται τις βλακείες κάποιου σε παρόμοιες περιστάσεις. Ο άλλος διαμαρτύρεται έντονα λέγοντας ότι έχει δικαίωμα να διατυπώνει την άποψή του και στο κάτω-κάτω διδάσκει ένα σχετικό μάθημα στο Πανεπιστήμιο Columbia και γνωρίζει πολύ καλά το έργο του ΜακΛούαν! «Α, ναι;» απαντάει ο Γούντυ, «ωραία, γιατί τυχαίνει να έχω εδώ τον ίδιο τον ΜακΛούαν!» Φυσικά εμφανίζεται ο ΜακΛούαν στην οθόνη και εξευτελίζει τον τύπο: «Δεν έχεις ιδέα για το έργο μου! Είναι εντυπωσιακό και μόνο το γεγονός ότι σε προσέλαβαν να διδάξεις οτιδήποτε..». Ο Γούντυ ξαναστρέφεται στην κάμερα και μονολογεί: «Μακάρι και η πραγματική ζωή να ήταν έτσι..»

Όμως η πραγματική ζωή δεν είναι έτσι. Ο Τσέχωφ δεν εμφανίστηκε στην κεντρική αίθουσα του Εθνικού Θεάτρου και η κυρία στην πίσω σειρά συνέχισε τη γεμάτη ανακρίβειες ανάλυσή της απολαμβάνοντας τον ανυπόκριτο θαυμασμό των άλλων κυριών που μάλλον αποστήθιζαν τη διάλεξη για να την μεταφέρουν στο δικό τους περιβάλλον με το ανάλογο τελετουργικό ύφος εγκυρότητας.

Όλοι κάνουμε λάθη και ο συγγραφέας αυτού του κειμένου έχει σίγουρα το μερίδιό του στα σφάλματα. Υποθέτω ότι θα συνεχίζω να κάνω λάθη και ελπίζω ότι θα βρίσκεται πάντα κάποιος ή κάποια να μου τα επισημαίνει.

Όμως το πρόβλημα δεν είναι το απλό λάθος που οποιοσδήποτε μπορεί να κάνει αλλά το σοβαρό σφάλμα που μπορεί να διαπράξει εξαιτίας μιας ψευδοεπιστημονικής πλάνης. Είναι απαράδεκτο το 2011, στη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα να είναι τόσο δημοφιλείς στην Ελλάδα απόψεις που ταιριάζουν στο μεσαίωνα. Είναι αδιανόητο να περιτριγυρίζεσαι από θρησκείες και κινήματα που δεν τις έχει αγγίξει ο διαφωτισμός. Είναι σουρεαλιστικό να ακούς θεωρίες συνομωσίας που είναι τόσο ευφάνταστες και ταυτολογικές όσο λίγες ταινίες επιστημονικής φαντασίας. Είναι ανατριχιαστικό να ακούς νέους ανθρώπους να απορρίπτουν την επιστήμη και να υπερασπίζονται τον τσαρλατανισμό. Είναι τραγικό να βλέπεις πόσο αδύναμη είναι πολλές φορές η γνώση απέναντι στην αυτοπεποίθηση της κτηνώδους άγνοιας.

Όποια ώρα κι αν ανοίξεις την τηλεόραση, όπου κι αν ψάξεις στο internet, όποια εφημερίδα κι αν διαβάσεις, θα πέσεις πάνω στους έμπορους της άγνοιας. Σε εκείνους δηλαδή που επιβιώνουν και ενίοτε πλουτίζουν, εκμεταλλευόμενοι την άγνοια αυτών που τους εμπιστεύονται και βασιζόμενοι στις ελλιπείς γνώσεις που έχουν οι περισσότεροι για διάφορα ζητήματα (ιστορία, διεθνής πολιτική, οικονομικά, κλπ.). Καθώς είναι αρκετά δύσκολο να επενδύσει κάποιος στη συγκέντρωση των απαραίτητων πληροφοριών και να επιλέξει τις αξιόπιστες πηγές, γιατί δεν διαθέτει το χρόνο και τα απαραίτητα εργαλεία για να το κάνει, αναζητά κάτι απλό και εύπεπτο. Κάτι που να τον κάνει να αισθάνεται ειδήμων και έξυπνος με την ελάχιστη δυνατή προσπάθεια και το μικρότερο κόστος. Επιπλέον είναι παρηγορητικό να διαβάζεις θεωρίες συνωμοσίας, με καλούς, κακούς, ισχυρούς, αδύνατους, αδικημένους και δολοπλόκους. Η γοητεία αυτών των αφηγήσεων έγκειται στην απλοϊκότητά τους όσον αφορά στη δόμηση ενός κόσμου που μπορεί να κατανοηθεί από όσους δεν μπορούν να αντιληφθούν ή να ανεχθούν την πολυπλοκότητα.

Δόξα τω θεώ υπάρχουν αρκετοί επιτήδειοι που κάνουν ακριβώς αυτό: πουλάνε την επίφαση της γνώσης και ζουν εκμεταλλευόμενοι την άγνοια. Αντί να σπουδάσεις ιστορία για 4-5 χρόνια και να διαβάσεις 100-150 εγχειρίδια για να αποκτήσεις τις βασικές απλώς γνώσεις σε ένα τεράστιο αντικείμενο, βλέπεις το Zeitgeist και τα μαθαίνεις όλα αυτά σε λίγα λεπτά – ανήκεις μάλιστα σε μια «επίλεκτη» ομάδα ανθρώπων που γνωρίζουν πολύ περισσότερα από τους υπόλοιπους που μελετάνε τη «συμβατική ιστορία» («οι βλάκες!») χάνοντας τον χρόνο τους.

Αντί να καθίσεις να μελετήσεις οικονομικά (ένα πολύ δύσκολο και τεχνικό αντικείμενο), βλέπεις την ταινία του Michael Moore ή ένα κλιπάκι της συμφοράς στο internet και έχεις καταλάβει πώς λειτουργεί ο παγκόσμιος καπιταλισμός, ποιος κατευθύνει την παγκοσμιοποίηση και ποιος παγίδεψε την Ελλάδα στο σατανικό σχέδιο του μνημονίου. Αντί να αντιμετωπίσεις τα πραγματικά προβλήματα με αποτελεσματικά μέσα αναζητάς τον Dr. Evil.

Δυστυχώς ή ευτυχώς για την κατάκτηση της γνώσης υπάρχει ένας μόνο δρόμος, κι αυτός είναι ο δύσκολος δρόμος που προσφέρει η επιστήμη. Οποιαδήποτε άλλη προσπάθεια να κατανοήσεις τον κόσμο με άλλα εργαλεία είναι το αντίστοιχο του να προσπαθήσεις να μάθεις αστρονομία διαβάζοντας το ωροσκόπιο στην εφημερίδα.

Όμως η άγνοια δεν είναι προνόμιο αυτών που δεν είχαν την τύχη να συναντηθούν με την επιστήμη, ούτε η γνώση συνδέεται απαραίτητα με τα τυπικά πτυχία αλλά περισσότερο με την ουσιαστική ικανότητα να διακρίνεις τους έγκυρους τρόπους απόκτησης της γνώσης. Η ικανότητα αυτή όμως αποκτάται μετά από χρονοβόρα και ιδιαίτερα απαιτητική επένδυση σε ανθρώπινο κεφάλαιο.

Η ψευδαίσθηση της γνώσης δεν περιορίζεται στο πνευματικό προλεταριάτο. Πρόσφατα διάβασα τρία διαφορετικά κείμενα καθηγητών Νομικής για την οικονομική κρίση. Οι τρεις αυτοί συγγραφείς είναι καλοί νομικοί, διακεκριμένοι στον τομέα τους και με πολλά χρόνια σπουδών. Όμως αποφάσισαν να ασχοληθούν με ένα οικονομικό φαινόμενο και να ασκήσουν κριτική στην οικονομική πολιτική της κυβέρνησης (καθόλα θεμιτό καθώς η πολιτική αυτή σηκώνει πολλή κριτική). Όμως διαβάζοντας τις αναλύσεις και τα επιχειρήματά τους, ακόμα και ένας πρωτοετής φοιτητής οικονομικού τμήματος θα εντόπιζε με μεγάλη ευκολία τα λάθη και τις ανακολουθίες. Γιατί όμως ένας σοβαρός επιστήμονας να ασχοληθεί με κάτι που δεν γνωρίζει ή μάλλον γιατί να νομίζει ότι γνωρίζει κάτι για το οποίο δεν έχει προφανώς ιδέα; Στη θεωρία του δικαίου το φαινόμενο αυτό ονομάζεται νομικός φορμαλισμός: η ψευδαίσθηση που έχουν πολλοί νομικοί ότι σε όλα τα ερωτήματα αρκούν για την απάντηση τα αναλυτικά εργαλεία και οι έννοιες της νομικής επιστήμης – οι άλλες επιστήμες είναι περιττές.

Ο νομικός φορμαλισμός δεν περιορίζεται στην άγνοια των οικονομικών. Εκτός από τους νομικούς που εκφράζουν μερκαντιλιστικές απόψεις του 16ου αιώνα στα άρθρα τους, έχουμε και τους νομικούς που ασχολούνται με τη φύση του γενετικού υλικού (είναι «πράγμα» ή «στοιχείο της προσωπικότητας») θεωρώντας απόλυτα φυσικό να μην κάνουν καμία αναφορά σε θεωρίες βιοηθικής και κυρίως τους νομικούς που ασχολούνται με τη ρύθμιση μιας κοινωνίας που δεν γνωρίζουν, γιατί δεν θεωρούν απαραίτητο να χρησιμοποιήσουν τα εργαλεία των εμπειρικών κοινωνικών επιστημών για να την κατανοήσουν. Φυσικά δεν είναι μόνο νομικοί αυτοί που διακρίνονται για την επίδειξη της αυτάρεσκης ημιμάθειάς τους αλλά και πολλοί άλλοι. Η καλή γνώση μιας επιστήμης δεν σου δίνει αυτόματα την αυθεντία και σε όλες τις άλλες.


Το πρόβλημα με τους διανοούμενους (με και χωρίς εισαγωγικά) που εκφράζουν δημόσια τις απόψεις τους είναι ότι δεν υπάρχει ένας εύκολος τρόπος να ελέγξει το κοινό την ποιότητά τους. Μπορούν να λένε ό,τι θέλουν. Από τον Michael Moore, τον Max Keiser, το Zeitgeist και τη Naomi Klein μέχρι τους εγχώριους μεταπράτες των θεωριών συνωμοσίας, τους αμόρφωτους δημοσιογράφους και τους διανοούμενους της συμφοράς, οι διαφορές είναι ελάχιστες. Η ομοιότητα όμως είναι μία και σημαντική: θα προωθήσουν τη δική τους ατζέντα σπεκουλάροντας στη δική μας άγνοια. Σε μια ελεύθερη κοινωνία δεν υπάρχει κανένας άλλος τρόπος να τους εμποδίσουμε παρά μόνο η περισσότερη γνώση, η ευρύτερη πληροφόρηση και φυσικά η επιστήμη – το καλύτερο όπλο απέναντι στην πλάνη.



Ο Αριστείδης Χατζής είναι Επίκουρος Καθηγητής Φιλοσοφίας Δικαίου και Θεωρίας Θεσμών στο Τμήμα Μεθοδολογίας, Ιστορίας και Θεωρίας της Επιστήμης του Πανεπιστημίου Αθηνών. Θα διαβάσει με ενδιαφέρον τα σχόλιά σας που θα στείλετε εδώ. Μπορείτε να επισκεφτείτε την ιστοσελίδα του για περισσότερα. Τη σκηνή από το Νευρικό Εραστή θα τη βρείτε εδώ. Περισσότερα και πολύ ενδιαφέροντα για το θέμα θα διαβάσετε στο εξαιρετικό άρθρο του Michael Shermer στο Scientific American και ειδικά για το Zeitgeist σ’ αυτό το κείμενο από το Skeptic Magazine. Στο Skeptic Magazine γράφουν μερικοί από τους μεγαλύτερες επιστήμονες διεθνώς με σκοπό να απαξιώνουν τις εκάστοτε ψευδοεπιστημονικές αντιλήψεις. Τέλος, αρκετοί έλληνες νομικοί γνωρίζουν πολύ καλά οικονομικά. Σας συστήνω ενδεικτικά τα κείμενα των Πέτρου Γέμτου, Παναγιώτη Γκλαβίνη, Γιώργου Δελλή, Αντώνη Καραμπατζού και Ιωάννη Ληξουριώτη.

Sunday, January 23, 2011

Obama’s Cost-Benefit Revolution

by Eric A. Posner

New Republic

January 22, 2011

Tuesday, the president issued a new executive order on cost-benefit analysis and regulation. Already, the right has denounced it as a paean to collectivism and the left has declared that Obama has sold out to business groups. In fact, both sides are incorrect. The surprising reality is that cost-benefit analysis, as it will likely be practiced under the Obama administration, is not nearly as threatening as its detractors suggest. Then again, neither is it as revolutionary as its supporters like to imagine.

Long ago, cost-benefit analysis was a rallying cry for conservatives. It was brought to government by none other than Ronald Reagan, in Executive Order 12291 of 1981. Reagan was riding the wave of the deregulatory movement, which held that regulation of industry was excessive and stunted economic growth. His order stipulated that agencies should issue regulations only after finding that the benefits exceeded the costs.

Outraged liberals charged that cost-benefit analysis was a pretext to stifle regulation, and that it was arbitrary because of the difficulty of attaching dollar values to lives, environmental goods, and other regulatory benefits. Conservatives replied that cost-benefit analysis blocks bad regulations: Why would one support a regulation that produces higher costs than benefits? At the time, the alternative was regulation that seemed to reflect no more than the instincts of bureaucrats (or the agendas of interest groups), accompanied by impenetrable bureaucratese. The debate continued in this vein for decades, but over time, positions shifted. Some liberals came to see cost-benefit analysis as a good-government tool that promotes transparency and accountability, while some conservatives began to wonder whether it confers legitimacy on the New Deal state.

In that vein, President Clinton renewed Reagan’s executive order in 1993, albeit in slightly modified form. And for the last two years, observers have been wondering whether Obama would follow Clinton’s path: The president appointed some defenders of cost-benefit analysis to high administrative posts, such as Cass Sunstein, the head of the Office of Information and Regulatory Affairs, which oversees regulation. But he also hired critics of cost-benefit analysis and installed them in the EPA and other posts.

More

Saturday, January 22, 2011

Regulation versus Litigation: Perspectives from Economics and Law

The efficacy of various political institutions is the subject of intense debate between proponents of broad legislative standards enforced through litigation and those who prefer regulation by administrative agencies. This book explores the trade-offs between litigation and regulation, the circumstances in which one approach may outperform the other, and the principles that affect the choice between addressing particular economic activities with one system or the other. Combining theoretical analysis with empirical investigation in a range of industries, including public health, financial markets, medical care, and workplace safety, Regulation versus Litigation sheds light on the costs and benefits of two important instruments of economic policy.

More and More


Wednesday, January 19, 2011

Toward a 21st-Century Regulatory System

by Barack Obama

Wall Street Journal
January 18, 2011

For two centuries, America's free market has not only been the source of dazzling ideas and path-breaking products, it has also been the greatest force for prosperity the world has ever known. That vibrant entrepreneurialism is the key to our continued global leadership and the success of our people.

But throughout our history, one of the reasons the free market has worked is that we have sought the proper balance. We have preserved freedom of commerce while applying those rules and regulations necessary to protect the public against threats to our health and safety and to safeguard people and businesses from abuse.

From child labor laws to the Clean Air Act to our most recent strictures against hidden fees and penalties by credit card companies, we have, from time to time, embraced common sense rules of the road that strengthen our country without unduly interfering with the pursuit of progress and the growth of our economy.

Sometimes, those rules have gotten out of balance, placing unreasonable burdens on business—burdens that have stifled innovation and have had a chilling effect on growth and jobs. At other times, we have failed to meet our basic responsibility to protect the public interest, leading to disastrous consequences. Such was the case in the run-up to the financial crisis from which we are still recovering. There, a lack of proper oversight and transparency nearly led to the collapse of the financial markets and a full-scale Depression.

Over the past two years, the goal of my administration has been to strike the right balance. And today, I am signing an executive order that makes clear that this is the operating principle of our government.

More

Read the Executive Order

Tuesday, January 11, 2011

Depth of the Kindness Hormone Appears to Know Some Bounds

New York Times
January 10, 2011

Oxytocin has been described as the hormone of love. This tiny chemical, released from the hypothalamus region of the brain, gives rat mothers the urge to nurse their pups, keeps male prairie voles monogamous and, even more remarkable, makes people trust each other more.

Yes, you knew there had to be a catch. As oxytocin comes into sharper focus, its social radius of action turns out to have definite limits. The love and trust it promotes are not toward the world in general, just toward a person’s in-group. Oxytocin turns out to be the hormone of the clan, not of universal brotherhood. Psychologists trying to specify its role have now concluded it is the agent of ethnocentrism.

A principal author of the new take on oxytocin is Carsten K. W. De Dreu, a psychologist at the University of Amsterdam. Reading the growing literature on the warm and cuddly effects of oxytocin, he decided on evolutionary principles that no one who placed unbounded trust in others could survive. Thus there must be limits on oxytocin’s ability to induce trust, he assumed, and he set out to define them.

In a report published last year in Science, based on experiments in which subjects distributed money, he and colleagues showed that doses of oxytocin made people more likely to favor the in-group at the expense of an out-group. With a new set of experiments in Tuesday’s issue of the Proceedings of the National Academy of Sciences, he has extended his study to ethnic attitudes, using Muslims and Germans as the out-groups for his subjects, Dutch college students.

More

See the papers (1 and 2)

Wednesday, January 5, 2011

Ο αντιιμπεριαλισμός της συμφοράς

του Διονύση Γουσέτη

Athens Review of Books

Μάιος 2011


Naomi Klein, Το δόγμα του Σοκ. Η άνοδος του καπιταλισμού της καταστροφής, μτφρ. Άγγελος Φιλιππάτος, Α. Α. Λιβάνη, Αθήνα 2010, σελ. 718


Κατά έναν περίεργο τρόπο [οι Έλληνες], σώσατε το ΔΝΤ από τη χρεοκοπία
Ναόμι Κλάιν

1. Η μέθοδος εργασίας

Ο Έλληνας αναγνώστης θα καταλάβει καλύτερα τον τρόπο εργασίας της Καναδής δημοσιογράφου και ακτιβίστριας, με μεγάλη δράση στο κίνημα της αντιπαγκοσμιοποίησης, Ναόμι Κλάιν, αν διαβάσει τις απόψεις της για ένα θέμα που το ζει και το γνωρίζει: την κατάσταση στη χώρα μας. Ο Άγγελος Αθανασόπουλος της πήρε συνέντευξη πριν ακόμα κυκλοφορήσει το βιβλίο της στα ελληνικά, στην οποία η Ν. Κλάιν φανερώνει με πόσο δογματισμό και πόση επιπολαιότητα βλέπει και ερμηνεύει τα πολιτικά φαινόμενα. Μας βεβαιώνει χωρίς δισταγμό:

Παρακολουθώ από πολύ κοντά την ελληνική κρίση και φυσικά την παρέμβαση της τρόικας του ΔΝΤ, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Αυτό που με εντυπωσίασε, ιδιαίτερα στην αρχή της κρίσης, ήταν ότι οι Έλληνες αντιστάθηκαν στα όσα πήγαιναν να τους επιβληθούν. Όταν μάλιστα και στις Ηνωμένες Πολιτείες είχαμε την κρίση με τις τράπεζες, επεσήμαινα το γεγονός αυτό σε αμερικανούς συνομιλητές μου. Κι ακόμη πιο αδίστακτα: Κατά έναν περίεργο τρόπο, σώσατε το ΔΝΤ από τη χρεοκοπία!

Αν η Ν. Κλάιν έκανε τον κόπο να δει τις δημοσκοπήσεις στη χώρα μας, ιδιαίτερα στην αρχή της κρίσης, θα διαπίστωνε ότι οι Έλληνες όχι μόνο δεν αντιστάθηκαν στην τρόικα, αλλά έδιναν σημαντικό προβάδισμα στο κόμμα που ενέταξε τη χώρα στον μηχανισμό στήριξης. Αλλά αυτή η διαπίστωση δεν ταιριάζει με την ιδεοληψία της και γι’ αυτό βολικά την αντιστρέφει. Τις θέσεις της αυτές η Ν. Κλάιν επαναλαμβάνει σε συνέντευξή της στο περιοδικό Επίκαιρα. Εκεί όμως κάνει μια προσθήκη συν μία αντίφαση. Η προσθήκη είναι ότι

Και στις δύο περιπτώσεις [Ελλάδα και Αργεντινή] έχουμε μια κρίση που δημιουργήθηκε με πλήρη συνέργεια του διεθνούς τραπεζικού συστήματος· …πιστεύω ότι είναι παρόμοιες καταστάσεις, καθώς η Αργεντινή είναι μια χώρα με μεσογειακή κουλτούρα

Προκειμένου να ενοχοποιήσει το διεθνές τραπεζικό σύστημα, η Κλάιν δεν διστάζει μπρος στην αλήθεια. Την αλήθεια για την Αργεντινή την είπε επανειλημμένα ο ίδιος ο κεντροαριστερός πρώην πρόεδρος της χώρας Φερνάντο Ντε Λα Ρούα, ακόμη και σε ελληνικό τηλεοπτικό σταθμό: η καταστροφή δεν προήλθε από το διεθνές τραπεζικό σύστημα, αλλά από την επιλογή της κυβέρνησής του να μειώσει τα ελλείμματα μέσω της αύξησης των εσόδων με την επιβολή καινούργιων και μεγάλων φορολογικών επιβαρύνσεων . Και για τη χώρα μας ομοίως η κρίση δεν δημιουργήθηκε με συνέργεια του διεθνούς τραπεζικού συστήματος. Δημιουργήθηκε από την καλοζωία με δανεικά.

Και η αντίφαση: η Ν. Κλάιν, αντίθετα με αυτά που δήλωσε στο Βήμα για την αντίσταση των Ελλήνων, τώρα δηλώνει:

Υπάρχει και μία διαφορά με την Αργεντινή: Εκεί υπήρχε μία προθυμία η χώρα να ορθώσει το ανάστημά της στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα και στον εκφοβισμό του ΔΝΤ. Θεωρώ ότι, επειδή ο πληθυσμός κινητοποιήθηκε τόσο το 2001 και το 2002, απέρριψε τους πολιτικούς που δεν αντιστέκονταν στο ΔΝΤ.

Αυτός είναι γενικότερα ο τρόπος εργασίας της Ν. Κλάιν. Ψεύδη ή μισές αλήθειες ή περίπου αλήθειες, αυθαίρετα συμπεράσματα, μονομερείς απόψεις. Όλα αυτά για να υπηρετήσει έναν αρρωστημένα δογματικό αντιιμπεριαλισμό. Με αυτόν τον τρόπο είναι στημένο το πολυσέλιδο βιβλίο της.

Κατεβάστε ολόκληρο το άρθρο σε PDF

[υπάρχουν μικρές διαφορoποιήσεις με το τελικό κείμενο που δημοσιεύθηκε στο Athens Review of Books, τ. 18 (Μάιος 2011): σελ. 27-31]

Tuesday, January 4, 2011

Incentives Matter

by Russell Roberts

Econlib.org


June 5, 2006

Towards the end of the 18th century, England began sending convicts to Australia. The transportation was privately provided but publicly funded. A lot of convicts died along the way, from disease due to overcrowding, poor nutrition and little or no medical treatment. Between 1790 and 1792, 12% of the convicts died, to the dismay of many good-hearted English men and women who thought that banishment to Australia shouldn't be a death sentence. On one ship 37% perished.

How might captains be convinced to take better care of their human cargo?

You might lecture the captains on the cruelty of death, and the clergy from their pulpits did just that. You might increase the funds allotted by the state provided to the captains based on the number of passengers they carried. You might urge the captains to spend more of those funds for the care of their passengers. (Some entrepreneurial captains hoarded food and medicine meant for the convicts and sold them upon arrival in Australia.) You might urge the captains to spend the money more carefully. Shame them into better behavior.

But a different approach was tried. The government decided to pay the captains a bonus for each convict that walked off the boat in Australia alive.

This simple change worked like a charm. Mortality fell to virtually zero. In 1793, on the first three boats making the trip to Australia under the new set of incentives, a single convict died out of 322 transported, an amazing improvement.

More

The Locavore's Dilemma: Why Pineapples Shouldn't Be Grown in North Dakota


by Jayson L. Lusk and F. Bailey Norwood

Econlib.org

January 3, 2011

Oklahoma's government, like those of 45 other states, funds a farm-to-school program encouraging cafeterias to buy their food from local sources. U.S. Representative Chellie Pingree (D-Maine) wants to help; she recently introduced the Eat Local Foods Act (HR 5806) to assist schools in providing local foods in school lunches. From Michelle Obama's White House garden to grants from the U.S. Department of Agriculture's "Know Your Farmer, Know Your Food" initiative, an agenda has emerged to give local foods more prominence on our dinner plates. Interestingly, no agricultural economist has informed the public that a key claim of local-food advocates—that local-food purchases enhance the local economy—violates the core economic principles taught in every introductory economics class. Until now.

A major flaw in the case for buying local is that it is at odds with the principle of comparative advantage. This principle, which economists have understood for almost 200 years, is one of the main reasons that the vast majority of economists believe in free trade. Free trade, whether across city, state, or national boundaries, causes people to produce the goods or services for which they have a comparative advantage and, thus, makes virtually everyone wealthier. Princeton University economist Paul Krugman, who won the Nobel Prize in economics for his contributions to the economics of international trade, called comparative advantage "Ricardo's Difficult Idea" because so many non-economists deny it and are unwilling to understand it. But if people understood comparative advantage, much of the impetus for buying local foods would disappear.

When the tomatoes are ripe and the price is right, we, the two authors, enjoy local food. In fact, we grow vegetables in our own backyards. But, according to some bestselling authors, daytime talk show hosts, celebrity chefs, and the U.S. government, we aren't growing and buying enough. These groups have offered a host of economic arguments to promote the sale of local food—arguments that are fundamentally wrong.

More